περιφρονητός
Смотреть что такое "περιφρονητός" в других словарях:
περιφρονητός — ή, ό [περιφρονώ] ο καταφρονεμένος, εκείνος τον οποίο περιφρονούν … Dictionary of Greek
περιφρονητός — ή, ό [περιφρονώ] ο καταφρονεμένος, εκείνος τον οποίο περιφρονούν … Dictionary of Greek